Τζάρα

Τζάρα
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.), στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας, του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τζάρα, Τριστάν — (Tzara, 1896 – 1963). Ρουμάνος ποιητής και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του ντανταϊσμού στο Παρίσι (1920), που αργότερα βοήθησε στην εξάπλωση του πρωτοποριακού αυτού κινήματος στην Ευρώπη. Έγραψε στα γαλλικά 25 ποιήματα… …   Dictionary of Greek

  • ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) …   Deutsch Wikipedia

  • Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… …   Dictionary of Greek

  • Αρπ, Ζαν — (Jean Arp, Στρασβούργο 1887 – Βασιλεία 1966). Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της σύγχρονης τέχνης. Άρχισε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ως ζωγράφος και έλαβε ενεργό μέρος σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • Γέρασα — Ελληνιστική πόλη και αργότερα ρωμαϊκή, που τα ερείπιά της διασώθηκαν σε άριστη κατάσταση, στη θέση του σημερινού οικισμού Τζαρά της Ioρδανίας. Τα μεγαλοπρεπέστατα οικοδομήματά της χρονολογούνται από τον 2o αι. μ.Χ. και, μεταξύ αυτών, σπουδαιότερο …   Dictionary of Greek

  • Κριβέλι, Κάρλο — (Carlo Crivelli, Βενετία 1430; – Άσκολι Πιτσένο 1495;). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωγραφική του, εμπνευσμένη από τον Αντόνιο Βιβαρίνι, συνδέεται στενά με την τέχνη της Πάντοβα και περισσότερο με τον Αντρέα Σκιαβόνε παρά με τον Αντρέα Μαντένια, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Λόος, Άντολφ — (Adolf Loos, Μπρνο Μοραβίας 1870 – Βιέννη 1933). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρέμεινε τρία χρόνια (1893 96) και επηρεάστηκε βαθιά από την πρωτότυπη αντίληψη του χώρου ορισμένων …   Dictionary of Greek

  • Σουπό, Φιλίπ — (Soupault). Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος (Σαβίλ, Παρίσι 1897). Αφού δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή του Ενυδρείο (1917), ο Σ. ίδρυσε μαζί με τον Λουί Αραγκόν και τον Αντρέ Μπρετόν την επιθεώρηση Littétature (Λογοτεχνία) και πήρε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”